συμπεθέρα

συμπεθέρα
η
1) сватья; 2) родственница по браку, свойственница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμπεθέρα" в других словарях:

  • καλοκουβεντιάζω — 1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά 2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.) 3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον 4. παροιμ. «όσο… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • συμπέθερος — ο / συμπένθερος, ΝΜ, θηλ. συμπεθέρα, τ. αρσ. στον πληθ. και συμπεθέροι, Ν, και συμπενθερός, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ ο εξ αγχιστείας συγγενής νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ.) οι συμπέθεροι και συμπεθέροι οι γονείς τού γαμπρού και τής νύφης… …   Dictionary of Greek

  • συμπέθερος — ο θηλ. συμπεθέρα 1. συγγενής εξ επιγαμίας. 2. ειδικότερα οι γονείς του γαμπρού και της νύφης μεταξύ τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»